The girl who spoke to the rainbow
He watched the willow tree from far behind the glass of the bus every day, the same route , same plague .
Cigarettes, coffee and a stomach full of dead butterflies .
There was a white building with thousands of cables and monitors hiding the loneliest person in the world, behind a desk full of paper dreams and a piece of heaven .
He dreamt that one day he would exempt from the little man he had transformed into , he who drowned in water-filled potholes on city streets , he, who hid behind huge projects and minimum time .
Only his screensaver knew who really was, a blue sky landscape or a deep blue sea.You couldn't disinguish ..
A smile hung on his lips and one hand was clutching his.
A hand without a face , without a smell and without sound , without eyes that weep , cries that alienate , without touching that scorches ..
He, he could have been him.
He could have thawed every preserved emotion he had deep inside, and could have carefully unwrapped his numb self from oblivion ..
He ascended to the top floor and looked at the clouds , from somewhere far away, someone was laughing with his heart , a girl was combing her hair , an elderly had lost himself in the light and there was the girl stretching her hand to get back into the picture ..
The sky was blue like a hickey on the neck after a night of passionate love, and the air made her hair dance in the clouds .
He ran , ran with full strength , descended the stairs two at a time, and ran into the street , the smell of rain everywhere, and his eyes were full of water.. He would go where the sun meets the moon , he would go there he would become an orphan of his past, a past that would not include him .
He pulled the girl back inside the picture and colors filled his face , along the sky ..
http://missy-merida.blogspot.gr/2013/10/blog-post_13.html#.UuTyEBBYnIU
Το κορίτσι που μιλούσε στο ουράνιο τόξο
Παρατηρούσε την ιτιά από μακριά πίσω από το τζάμι του λεωφορείου, κάθε μέρα ίδια διαδρομή, ίδια πληγή.
Τσιγάρο, καφέ και στομάχι γεμάτο νεκρές πεταλούδες.
Μέσα στο λευκό κτίριο με τα χιλιάδες καλώδια και τις ψυχρές οθόνες κρυβόταν ο πιο μοναχικός άνθρωπος του κόσμου, πίσω από ένα γραφείο γεμάτο χάρτινα όνειρα και ένα κομμάτι ουρανού.
Ονειρευόταν μια μέρα να απαλλαγεί από το ανθρωπάκι που είχε μεταμορφωθεί , εκείνο που πνιγόταν μπροστά σε μια λακούβα γεμάτη νερό στους δρόμους της πόλης ,που κρυβόταν πίσω από τα τεράστια πρότζεκτ του και τον ελάχιστο χρόνο.
Μονάχα το screensaver του ήξερε ποιος ήταν πραγματικά ,ένα καταγάλανο τοπίο δεν ξεχώριζες ουρανό ή θάλασσα.. ένα γέλιο κρεμασμένο στα χείλη και ένα χέρι που κρατούσε το δικό του.
Ένα χέρι χωρίς πρόσωπο ,χωρίς μυρωδιά και ήχο ,χωρίς μάτια που δακρύζουν ,κραυγές που αποξενώνουν ,χωρίς αγγίγματα που γδέρνουν ..
Μπορούσε να γίνει εκείνος.
Μπορούσε να ξεπαγώσει καθετί συντηρημένο μέσα του προσεκτικά και να ξετυλίξει τον μουδιασμένο εαυτό του απ'το περιτύλιγμα της λήθης..
Ανέβηκε στον τελευταίο όροφο του κτιρίου και κοίταξε τα σύννεφα , κάπου μακριά κάποιος γελούσε με την καρδιά του ,μια κοπέλα χτένιζε τα μαλλιά της , ένας ηλικιωμένος χανόταν στο φως και το κορίτσι άπλωνε το χέρι της για να μπει και πάλι στην φωτογραφία..
Ο ουρανός μπλε σαν μελανιά στο λαιμό μετά από νύχτα γεμάτη έρωτα και ο αέρας έκανε τα μαλλιά της να χορεύουν με τα σύννεφα.
Έτρεξε , έτρεξε με όλη του την δύναμη , κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά και βγήκε στον δρόμο , μύριζε βροχή και τα μάτια του γέμισαν νερό, όμως θα έφτανε εκεί που ο ήλιος συναντά το φεγγάρι , θα έφτανε εκεί που θα άφηνε τον εαυτό του ορφανό από παρελθόν , από ένα παρελθόν που δεν θα τον συμπεριλάμβανε.
Θα τραβούσε το κορίτσι μέσα στην φωτογραφία και θα γέμιζε χρώματα το πρόσωπο του , μαζί και ο ουρανός..
He watched the willow tree from far behind the glass of the bus every day, the same route , same plague .
Cigarettes, coffee and a stomach full of dead butterflies .
There was a white building with thousands of cables and monitors hiding the loneliest person in the world, behind a desk full of paper dreams and a piece of heaven .
He dreamt that one day he would exempt from the little man he had transformed into , he who drowned in water-filled potholes on city streets , he, who hid behind huge projects and minimum time .
Only his screensaver knew who really was, a blue sky landscape or a deep blue sea.You couldn't disinguish ..
A smile hung on his lips and one hand was clutching his.
A hand without a face , without a smell and without sound , without eyes that weep , cries that alienate , without touching that scorches ..
He, he could have been him.
He could have thawed every preserved emotion he had deep inside, and could have carefully unwrapped his numb self from oblivion ..
He ascended to the top floor and looked at the clouds , from somewhere far away, someone was laughing with his heart , a girl was combing her hair , an elderly had lost himself in the light and there was the girl stretching her hand to get back into the picture ..
The sky was blue like a hickey on the neck after a night of passionate love, and the air made her hair dance in the clouds .
He ran , ran with full strength , descended the stairs two at a time, and ran into the street , the smell of rain everywhere, and his eyes were full of water.. He would go where the sun meets the moon , he would go there he would become an orphan of his past, a past that would not include him .
He pulled the girl back inside the picture and colors filled his face , along the sky ..
http://missy-merida.blogspot.gr/2013/10/blog-post_13.html#.UuTyEBBYnIU
Το κορίτσι που μιλούσε στο ουράνιο τόξο
Παρατηρούσε την ιτιά από μακριά πίσω από το τζάμι του λεωφορείου, κάθε μέρα ίδια διαδρομή, ίδια πληγή.
Τσιγάρο, καφέ και στομάχι γεμάτο νεκρές πεταλούδες.
Μέσα στο λευκό κτίριο με τα χιλιάδες καλώδια και τις ψυχρές οθόνες κρυβόταν ο πιο μοναχικός άνθρωπος του κόσμου, πίσω από ένα γραφείο γεμάτο χάρτινα όνειρα και ένα κομμάτι ουρανού.
Ονειρευόταν μια μέρα να απαλλαγεί από το ανθρωπάκι που είχε μεταμορφωθεί , εκείνο που πνιγόταν μπροστά σε μια λακούβα γεμάτη νερό στους δρόμους της πόλης ,που κρυβόταν πίσω από τα τεράστια πρότζεκτ του και τον ελάχιστο χρόνο.
Μονάχα το screensaver του ήξερε ποιος ήταν πραγματικά ,ένα καταγάλανο τοπίο δεν ξεχώριζες ουρανό ή θάλασσα.. ένα γέλιο κρεμασμένο στα χείλη και ένα χέρι που κρατούσε το δικό του.
Ένα χέρι χωρίς πρόσωπο ,χωρίς μυρωδιά και ήχο ,χωρίς μάτια που δακρύζουν ,κραυγές που αποξενώνουν ,χωρίς αγγίγματα που γδέρνουν ..
Μπορούσε να γίνει εκείνος.
Μπορούσε να ξεπαγώσει καθετί συντηρημένο μέσα του προσεκτικά και να ξετυλίξει τον μουδιασμένο εαυτό του απ'το περιτύλιγμα της λήθης..
Ανέβηκε στον τελευταίο όροφο του κτιρίου και κοίταξε τα σύννεφα , κάπου μακριά κάποιος γελούσε με την καρδιά του ,μια κοπέλα χτένιζε τα μαλλιά της , ένας ηλικιωμένος χανόταν στο φως και το κορίτσι άπλωνε το χέρι της για να μπει και πάλι στην φωτογραφία..
Έτρεξε , έτρεξε με όλη του την δύναμη , κατέβηκε δυο δυο τα σκαλιά και βγήκε στον δρόμο , μύριζε βροχή και τα μάτια του γέμισαν νερό, όμως θα έφτανε εκεί που ο ήλιος συναντά το φεγγάρι , θα έφτανε εκεί που θα άφηνε τον εαυτό του ορφανό από παρελθόν , από ένα παρελθόν που δεν θα τον συμπεριλάμβανε.
Θα τραβούσε το κορίτσι μέσα στην φωτογραφία και θα γέμιζε χρώματα το πρόσωπο του , μαζί και ο ουρανός..
0 comments:
Post a Comment