George & Ariadne
Ariadne was all set to go half an hour later. She had made sure to take her laptop and all
paperwork that she might need over the weekend with her. She made sure not to take a lot
of work, because she knew that she would lose half the Saturday being asleep.
Just like any
other evening, she turned off the office lights and walked by the managing director’s and the
finance manager’s offices for a last chat, and took the elevator to the garage. She got in her
car and started driving towards her house. When she got in she made herself a sandwich and
grabbed a cereal bar on her way out with her dog “True”. She was in a really good mood so
she played with him for about an hour or so. When they got back she went straight to bed.
Two hours later the doorbell woke her up. She stumbled her way to the door, on the way she
turned the water heater on, walked by the kitchen and grabbed an apple and then she opened
the door. Catherine walked in full of joy. She was still trying to wake up.
- Why do you still look like this? We will be late! She told her. I thought that you’d be
at least done with showering by now.
- No, I’m about to go in and then you can have your shower. In the meanwhile help
yourself to whatever you want from the fridge, if you can find anything.
- Don’t worry about me. I’ll get a toast or something because I’ve had dinner at the
club. You go get ready.
- Ok, when I’m through with my apple.
- You can finish it later. Really, have you eaten anything else besides this apple today?
- Yes.
- What, one more apple?
- No. I had a really good breakfast, and then during the day I had 2 cereal bars, 3
carrots, a toast and two apples, including this.
- Oh, ok. That much!
- Oh, come on. You know I had no time for more.
- Yea, ok. I think that we’ll get something from the road otherwise there is no way I’m
letting you drink tonight.
- As if I was going to do that. You know me better than that.
- It’s a figure of speech. Go on now, we will be late.
She had a quick shower, and Catherine had one as well. They got all dressed up, made their
hair and put on their make-up. Took a last look in the mirror. Ariadni was wearing a loose
white top with a revealing décolleté and a her skinny blue black jeans.
Catherine drove them to the night club with her car where they found some of their friends
already waiting while some others came a bit later. George was not there yet. They sat at
their table and they started chatting with each other. Ariadni felt a hand blandishing her back
and turned around feeling surprised. “Oh it’s you”, she said. “Yes there is not reason to get
frightened” he answered and sat next to her. “I think someone is sitting here” she told him, he
waved at her not to worry.
They had the time of their lives. George turned out ot be a very good company. He would stir
her up and relax her, he took care of her and treated her as if they were alone. As the night
went on she became more and more receptive to him. She would let him sweet talk to her and
drift her into a sexual game. They exchanged many kisses during the night and by the time
they were ready to go they both had an increased libido. “I’m guessing that you’re taking her
home?”, Catherine asked George a bit before they walked out of the club. “Her place, my
place, but yes, you can leave it to me”.
When they stepped out of the club she acted like it wasn’t right to let Catherine return alone,
but she lifted her in his arms and took her to his car. They didn’t talk much on the way back.
His hand was travelling up and down her legs fondling her intensely, which is exactly what
she was doing to him as well. He didn’t ask her if they were going at her place. He took her
to his. He parked and took her by the hand, she followed without saying a word. When the
door closed behind them he pulled her on him and started kissing her passionately. They
longingly undressed each other while at the same time he led her to his bedroom. She felt him
passionately kissing her, pulling her hair tightly and intensely, wanting to make her his in
every way. He didn’t know if he wanted to let her go, after he came the first time. She didn’t
give him the choice. She allowed him some time to recover and then she started teasing him
again. Now she would enjoy it more than him. She licked him slowly. She turned him on and
then stopped and then she turned him on again. She played with his nerves and his body. Two
hours later they felt asleep naked.
She woke up before him. Went to the kitchen and made some coffee. Walked around his
house to take a look. Went through some of his book. One caught her eye so she took it to
read. she sat on the couch and waited for him to wake up. When he opened his eyes and
didn’t see her in bed he was surprised. He hadn’t realized when she woke up. He saw her on
the couch.
- Good morning.
- Good morning, are you up long?
- No. about three quarters of an hour.
- Oh, I’ll go wash up.
- No hurry, nobody is chasing you. Not me at least. You look just fine the way you are.
- Thank you. She answered and looked at the shirt that she was wearing. I found it here
and thought I should wear it.
- You look wonderful in it.
- Thank you, she answered in a teasing tone.
By the time he was done with his shower she was still in the same position. He went close to
her and kissed her. “Good morning”, he said again with a very sexual tone. “Good morning,
how are you?” she asked as she watched him unbuttoning her shirt and feeling his hand on
her breasts. “I am just fine” he answered while kissing her on the neck and breasts, “how
about you?”. “We’ll see” she told him and gave in. long after that he was asking her if she
was hungry because with this and that it was three o’clock in the afternoon and he was as
hungry as a wolf. They had their lunch and she took a cab back to her place. They met again
that same night at the club.
Γιώργος & Αριάδνη
Μισή ώρα αργότερα η Αριάδνη ήταν έτοιμη να φύγει. Είχε βάλει στην τσάντα το laptop και
όλα τα χαρτιά τα οποία μπορεί να χρειαζόταν μέσα στο Σαββατοκύριακο.
Δεν είχε πάρει πολύ δουλειά μαζί της γιατί ήξερε ότι το μισό Σάββατο θα το έχανε κοιμώμενη. Έσβησε τα
φώτα, πέρασε να καληνυχτίσει τον διευθύνοντα σύμβουλο και τον οικονομικό διευθυντή.
Τα είπανε λίγο στο πόδι, όπως κάθε βράδυ άλλωστε, και πήγε στο ασανσέρ. Κατέβηκε
στο γκαράζ, μπήκε στο αυτοκίνητό της και έφυγε για το σπίτι της. Φτάνοντας έφτιαξε
ένα σάντουιτς, πήρε και μια μπάρα δημητριακών και έβγαλε ξανά βόλτα τον σκύλο της
τον Τρου. Είχε καλή διάθεση και έτσι έπαιξαν για περίπου μια ωρίτσα.
Γύρισε στο σπίτι
και έπεσε να κοιμηθεί. Δύο ώρες αργότερα ξυπνούσε από τον ήχο του κουδουνιού της
εξώπορτας του σπιτιού της. Σηκώθηκε και σκουντουφλώντας άνοιξε την πόρτα. Άναψε
το θερμοσίφωνα, πήγε στην κουζίνα και πήρε ένα πλυμένο μήλο και άνοιξε την πόρτα. Η
Κατερίνα μπήκε όλο χαρά στο σπίτι της. Εκείνη προσπαθούσε ακόμα να ξυπνήσει.
- Ακόμα έτσι είσαι εσύ? Θα αργήσουμε! Της είπε. Εγώ νόμιζα ότι θα είχες ήδη κάνει
μπάνιο.
- Όχι θα κάνω τώρα και μετά θα μπεις εσύ. Εν τω μεταξύ μπορείς να φας ότι θέλεις, αν
και δε νομίζω να έχω κι πολλά στο ψυγείο.
- Καλά μην ανησυχείς για εμένα. Θα φτιάξω κανένα τοστάκι γιατί έχω φάει στο κλάμπ.
Άντε να ετοιμαστείς εσύ.
- Καλά κάτσε να τελειώσω με το μήλο μου.
- Το τελειώνεις και μετά. Αλήθεια έχεις φάει τίποτα άλλο εκτός από το μήλο σήμερα?
- Ναι.
- Τι, άλλο ένα μήλο;
- Όχι, ρε. Έφαγα πρωινό, και μετά μέσα στη μέρα 2 μπάρες δημητριακών, 3 καρότα, 1
τόστ και 2 μήλα, με αυτό.
- Α, κατάλαβα. Ξεσκίστηκες πάλι.
- Τι να κάνω αφού δεν προλάβαινα.
- Καλά αν είναι θα πάρουμε κάτι από το δρόμο αλλιώς δεν παίζει να σε αφήσω να
πιεις.
- Ναι, λες και θα έπινα. Αφού με ξέρεις.
- Καλά, λέμε τώρα. Άντε όμως γιατί θα αργήσουμε.
Έκανε ένα γρήγορο ντους. Ακολούθησε η Κατερίνα. Ντύθηκαν, έφτιαξαν τα μαλλιά τους
και βάφτηκαν. Κοιτάχτηκαν μια τελευταία φορά στον ολόσωμο καθρέφτη. Η Αριάδνη είχε
επιλέξει να βάλει άσπρο χαλαρό τοπ με αποκαλυπτικό ντεκολτέ και ένα στενό σκούρο μπλε
τζιν.
Έφτασαν στο μαγαζί, με το αυτοκίνητο της Κατερίνας, και βρήκαν κάποια από τα παιδιά
της παρέας ενώ κάποια άλλα ήρθαν αργότερα. Ο Γιώργος δεν είχε φτάσει ακόμα. Κάθισαν
και άρχισαν να τα λένε με όσους ήταν εκεί. Κάποια στιγμή η Αριάδνη ένιωσε ένα χέρι να
της χαϊδεύει την πλάτη, και γύρισε ξαφνιασμένη. «Α, εσύ είσαι» του είπε. «Ναι δεν υπάρχει
λόγος να τρομάζεις» της απάντησε εκείνος και έκατσε δίπλα της. «Νομίζω ότι κάποιος
κάθεται εδώ» του είπε, και εκείνος της έκανε νόημα να μην ανησυχεί.
Η Αριάδνη ξεφάντωσε με την ψυχή της. Ο Γιώργος αποδείχτηκε πολύ καλή παρέα. Την
ξεσήκωνε και την χαλάρωνε, την φρόντιζε και της φερόταν σαν να ήταν μόνοι τους. Εκείνη
όσο περνούσε η βραδιά γινόταν όλο και πιο δεκτική απέναντί του. Τον άφηνε να της λέει
γλυκόλογα και να την παρασέρνει σε ένα ερωτικό παιχνίδι. Αντάλλαξαν αρκετά φιλιά
κατά τη διάρκεια της νύχτας και μέχρι να έρθει η ώρα να φύγουνε είχαν και οι δύο πολύ
ανεβασμένη ερωτική διάθεση. «Να υποθέσω ότι θα την πας εσύ σπίτι της», ρώτησε η
Κατερίνα τον Γιώργο λίγο πριν ετοιμαστούν να φύγουν. «Σπίτι της, σπίτι μου, δεν ξέρω,
αλλά ναι, ασ’ το πάνω μου».
Όταν βγήκαν έξω από το μαγαζί και εκείνη το έπαιξε λίγο ότι δεν ήταν σωστό να αφήσει
την Κατερίνα, εκείνος την πήρε αγκαλιά και τη σήκωσε στα χέρια του και την πήγε στο
αυτοκίνητό του. Στη διαδρομή δεν μίλησαν. Το χέρι του ταξίδευε στα πόδια της και τη
χάιδευε έντονα, ακριβώς ότι έκανε και το δικό της με άλλα λόγια. Δεν την ρώτησε αν θα
πήγαιναν σπίτι της απλά την πήγε στο δικό του. Πάρκαρε την πήρε από το χέρι και εκείνη
τον ακολούθησε χωρίς να μιλάει. Με το που έκλεισε η πόρτα πίσω τους την τράβηξε πάνω
του και άρχισε να τη φιλάει με πάθος. Γδύθηκαν με λαχτάρα ενώ ταυτόχρονα την οδηγούσε
προς την κρεβατοκάμαρά του. Τον ένιωσε να τη φιλάει με πάθος, να της τραβάει τα μαλλιά
με ένταση, να θέλει με κάθε τρόπο να την κάνει δική του. Δεν ήξερε αν ήθελε να την αφήσει
όταν τελείωσε την πρώτη φορά. Δεν τον άφησε να επιλέξει. Του έδωσε λίγο χρόνο να
συνέλθει και άρχισε να τον τσιγκλάει ξανά. Τώρα θα το χαιρόταν εκείνη πιο πολύ απ’ ότι
αυτός. Τον έγλειψε αργά και βασανιστικά. Τον καύλωσε πολύ και μετά τον άφησε και μετά
τον ξανακαύλωσε. Έπαιξε με τα νεύρα του και με το σώμα του. Δύο ώρες αργότερα είχαν
αποκοιμηθεί γυμνοί.
Το πρωί σηκώθηκε πριν από εκείνον. Πήγε στην κουζίνα και έφτιαξε λίγο καφέ. Έκανε
μια βόλτα στο σπίτι του για να το δει. Ξεφύλλισε κάποια από τα βιβλία που είχε στη
βιβλιοθήκη του. Ένα της έκανε εντύπωση και το πήρε να το διαβάσει. Έκατσε στο σαλόνι
και περίμενε να ξυπνήσει διαβάζοντας. Όταν σηκώθηκε και την είδε να λείπει από το κρεβάτι
παραξενεύτηκε. Δεν είχε καταλάβει πότε είχε σηκωθεί. Την είδε να κάθεται στον καναπέ.
- Καλημέρα.
- Καλημέρα, έχεις σηκωθεί ώρα;
- Όχι. Κάνα τριάρι τέταρτα μόνο.
- Α, πάω να πλυθώ.
- Εντάξει. Να ντυθώ και εγώ.
- Καλά μη βιάζεσαι, δε σε κυνηγάει κανείς. Εγώ τουλάχιστον, όχι. Μια χαρά κούκλα
είσαι και έτσι.
- Ευχαριστώ. Είπε και κοίταξε το πουκάμισό του που φορούσε. Το βρήκα εδώ στον
καναπέ και είπα να το βάλω.
- Δείχνεις υπέροχη μέσα σε αυτό.
- Ευχαριστώ, του απάντησε ναζιάρικα.
Όταν βγήκε από το μπάνιο εκείνη ήταν ακόμα στην ίδια στάση στον καναπέ του. Πήγε
κοντά της και τη φίλησε. «Καλημέρα» της ξαναείπε με πολύ ερωτική διάθεση. «Καλημέρα,
τι κάνεις;», τον ρώτησε βλέποντάς τον να της ξεκουμπώνει το πουκάμισο και νιώθοντας το
χέρι του πάνω στο στήθος της. «Πολύ καλά είμαι» της απάντησε μεταξύ των φιλιών που της
έδινε στο λαιμό και το στήθος, «εσύ;». «Θα δείξει» του απάντησε και του αφέθηκε. Αρκετή
ώρα αργότερα εκείνος τη ρωτούσε αν πεινούσε, γιατί με αυτά και με αυτά είχε πάει τρεις το
μεσημέρι και πεινούσε σαν λύκος. Έφαγαν μαζί και μετά τον χαιρέτησε και έφυγε, πήρε ένα
ταξί και επέστρεψε σπίτι της. Βρεθήκανε ξανά το ίδιο βράδυ στο club.
Συνεχίζεται.... Την επόμενη Δευτέρα και πάλι μαζί σας.
Snowflake.
can't wait για την συνέχεια :)
ReplyDelete